- Σαβῖνοι
- Σαβῖνοςmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σαβίνοι — Αρχαίος ιταλικός προρωμαϊκός λαός που κατοικούσε σε μια περιοχή του Λάτιου, που απ’ αυτόν πήρε και το όνομα Σαβινία. Στην περιοχή βρίσκονται τα υψηλότερα όρη των κεντρικών Αππενίνων με τις κοιλάδες του Ατέρνο και του Νέρα. Τα εθνικά και ιστορικά… … Dictionary of Greek
Ταρπηία — Ρωμαϊκή θεότητα του κάτω κόσμου, που γύρω της δημιουργήθηκε ένας μύθος. Σύμφωνα με τον μύθο αυτό, ήταν κόρη του Ταρπήιου, φρούραρχου του Καπιτώλιου στον πόλεμο των Ρωμαίων εναντίον των Σαβίνων. Μια μέρα βγήκε από το Καπιτώλιο για να πάρει νερό… … Dictionary of Greek
AMITERNUM — Italiae oppid. Sallustii natalibus clarum, Plin. l. 3. c. 5. Euseb. Paulo Diacono Amiternus, Dionys. Halicarnassensi, l. 2. feminin. gener. Α᾿μιτἑρνα. Inde oppidant Amiternini. Virg. l. 7. Aen. v. 710. autem, et Sil. Italicus, metri causâ dixêre… … Hofmann J. Lexicon universale
PICENUM — Picentium regio, qui Umbris et Sabinis ab ortu Solis proximi fuerunt. Dicitur et Picenus ager, vocabulô adiectivô: quod etiam in aliis rebus ad hoc solum pertinentibus usurpârunt veteres Romani. Horat. l. 2. Sat. 3. v. 272. Picenis excerpens… … Hofmann J. Lexicon universale
QUIRINUS, de QUIRITUM — QUIRINUS, de QUIRITUM, ac QUIRINI etymo quamquam proptie pertineat ad propria, παρέργως aliquid addemus (inquit Vossius in Quiritare.) Meô iudiciô c Curibus est Quirites, et Quirinus, non contra. Nam Quirites proprie qui Cures incolebant, Sabi… … Hofmann J. Lexicon universale
SAMNITES — I. SAMNITES Italiae populi quorum regio Samnium, et Samnis, inter Latium, Campaniam, Caracenos, Pelignos, Vestinos, et Sabinos continetur. Regio IV. Italiae, ex divisione ab Augusto primum facta, in ora Superi maris, a Tiferno ad Aternum amnem… … Hofmann J. Lexicon universale
VER Sacrum — cuius apud Livium mentio frequens, Sisennae, apud Nonium; Religiosum, aliis exsecrandum, exponitur, atque apud Graecos (quibus ἱερὸν ἔτος, Sacer annus, dictum est) et Romanos, in usu fuit. Strabo, l. 5. Σαβϊνοι πολυν` χρόνον πρὸς τοὺς Ο᾿μβρικοὺς… … Hofmann J. Lexicon universale
βραχιόλι — Κόσμημα κατασκευασμένο από χρυσό, άργυρο ή άλλη ύλη (πλατίνα, ελεφαντοστό, κεχριμπάρι, μετάξι, ξύλο κ.ά.). Φοριέται συνήθως στο χέρι, επάνω από τον καρπό και κάποτε επάνω από τον αγκώνα ή στον αστράγαλο του ποδιού. Το β. είναι ένα από τα… … Dictionary of Greek
οσκικός — ή, ό [Όσκοι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Όσκους, λαό που κατοικούσε στην Καμπανία 2. φρ. «οσκική γλώσσα» ή «οσκική διάλεκτος» ή, απλώς, «η Οσκική» γλωσσ. η πιο διαδεδομένη γεωγραφικά διαλεκτική ομάδα τής Ιταλικής Χερσονήσου, πριν από… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek